ΟΙ ΑΚΤΕΣ ΩΣ ΚΟΙΝΑ ΑΓΑΘΑ

PHOTO-38«Ο νεοφιλελευθερισµός έχει καθοριστεί από τη µάχη της ιδιωτικής περιουσίας, όχι µόνο ενάντια στην κρατική, αλλά -και αυτό ίσως είναι το πιο σηµαντικό- κυρίως ενάντια στην «κοινή ιδιοκτησία» (common). […] Συχνά οι επιλογές οι οποίες µας παρουσιάζονται είναι µεταξύ του καπιταλισµού και του σοσιαλισµού, της κυριαρχίας µεταξύ ιδιωτικής και κρατικής ιδιοκτησίας, µε την θεραπεία κατά τα δεινά του κρατικού ελέγχου να φαίνεται να είναι η ιδιωτικοποίηση, και κατά του κεφαλαίου, η κρατικοποίηση, δηλαδή ο κρατικός έλεγχος. Χρειάζεται να εξερευνήσουµε και µια άλλη πιθανότητα: ούτε την ιδιωτική ιδιοκτησία του καπιταλισµού, ούτε την δηµόσια ιδιοκτησία του σοσιαλισµού, αλλά το κοινό στον κοµµουνισµό*» (Michael Hardt, Reclaiming the common in communism. [1])

Ενέργειες όπως αυτή του πρώην Υπουργού Οικονοµικών Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος κατέθεσε ένα νοµοσχέδιο µε το οποίο απειλεί την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στις ακτές, είναι µια πικρή υπενθύµιση ότι τυπικά οι ακτές δεν είναι ο «κοινός» µας χώρος. Είναι απλά ένας χώρος στην ιδιοκτησία του κράτους, ο οποίος παραχωρείται στους πολίτες, στους commoners, από το κράτος, µέχρις ότου εµφανιστεί η ευκαιρία για να µπουν στην αγορά. Το νοµοσχέδιο, εκτός από το ότι θέλει να βάλει περιορισµούς στο µακρόχρονο δικαίωµα ελεύθερης πρόσβασης στις ακτές, προτείνει επίσης την ιδιωτικοποίηση των ακτών, αλλά και αµνηστία σε υφιστάµενες κατασκευές που δηµιουργήθηκαν κατά παράβαση της ισχύουσας νοµοθεσίας.

Οι ακτές συχνά θεωρούνται ως µέρος των «κοινών» (commons), ενός χώρου όπου η πρόσβαση είναι δωρεάν και η ευχαρίστηση του να απλά να είσαι «εκεί» είναι η ίδια για όλους, ασχέτως κοινωνικο-οικονοµικής κατάστασης. Ακτές, αποτελούν για πολλούς (έστω και υποσυνείδητα) ένα ουτοπικό όραµα για το πώς θα µπορούσε να ήταν η κοινωνία στον γκρίζο εκείνο χώρο µεταξύ ιδιωτικού και κρατικού.

Για να αντιληφθούµε την ιδεολογική σηµασία του νοµοσχεδίου για τους αιγιαλούς είναι σηµαντικό πρώτα να αντιληφθούµε τη σηµασία των κοινών αγαθών ως αποµεινάρια της εποχής όπου οι τοπικές κοινότητες ήταν υπεύθυνες για τη διαχείριση των δικών τους χώρων και αγαθών, µακριά από την κυρίαρχη ιδεολογία για τη σηµασία της ιδιωτικής περιουσίας.  «Κοινά» ονοµάζουµε τα αγαθά τα οποία κληρονοµήθηκαν από τις προηγούµενες γενιές, δηµιουργήθηκαν συλλογικά ή που αποτελούν φυσική κληρονοµιά.

Η εφεύρεση του όρου «η τραγωδία των κοινών» (tragedy of the commons) από τον Garrett Hardin στο οµώνυµο κείµενό του στο περιοδικό Science το 1968, υπήρξε ορόσηµο στην ιστορία της διαχείρισης των κοινών αγαθών, µε τους υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισµού να χρησιµοποιούν τον όρο και τη θεωρία του Hardin για να δικαιολογήσουν τις προσπάθειές τους για ιδιωτικοποίηση και εµπορευµατοποίηση αγαθών που για χρόνια βρίσκονταν στα χέρια των τοπικών κοινοτήτων. Με αυτό τον τρόπο αν θέλετε, είχαµε ένα δεύτερο κύµα οικειοποίησης των κοινών, µετά από την «περίφραξη», όπως ονοµάστηκε η µετατροπή των κοινών (συνήθως της κοινοτικής γης) σε ιδιωτική περιουσία π.χ. στην Αγγλία τον 18ο αιώνα.

Στο κείµενό του ο Hardin προσπαθούσε να αναδείξει το πρόβληµα της ατοµικής συµπεριφοράς απέναντι σε συλλογικά αγαθά: υποστήριζε δηλαδή, ότι όταν κάποια αγαθά δεν ανήκουν σε συγκεκριµένα άτοµα αλλά σε όλους, η εκµετάλλευσή τους αποφέρει ατοµικά πλεονεκτήµατα και κοινά µειονεκτήµατα, µε αποτέλεσµα µεµονωµένα άτοµα να το εκµεταλλεύονται. Όταν το 2009 η οικονοµολόγος Elinor Ostrom βραβεύθηκε µε το Νόµπελ Οικονοµίας για τη θεωρία της για τη διαχείριση των κοινών πόρων, ήρθαν στην επιφάνεια εναλλακτικές θεωρίες βασισµένες σε επιτυχηµένα και αποτυχηµένα παραδείγµατα αυτοδιαχειριζόµενων κοινοτήτων, αφοπλίζοντας έτσι κυρίαρχα πολιτικο-οικονοµικά µοντέλα, όπως η «τραγωδία των κοινών» του Hardin. Ο David Harvey ταυτόχρονα, στο βιβλίο του Rebel cities: from the right to the city to the urban revolution το 2012 υποστηρίζει ότι το πρόβληµα στην θεωρία του Hardin δεν είναι τα κοινά καθαυτά, αλλά η αποτυχία της ατοµικής ιδιοκτησίας να ικανοποιήσει τα κοινά συµφέροντα. Ο Harvey δηλαδή, τοποθέτησε το πρόβληµα σ’ ένα πλαίσιο όπου το θέµα είναι η ατοµική ιδιοκτησία των αγαθών και κατά συνέπεια η προσπάθεια για µεγιστοποίηση του ατοµικού κέρδους.

Φυσικά όµως και τα πράγµατα δεν είναι τόσο απλά. Σε µια εποχή όπου η επικρατέστερες ιδέες είναι βασισµένες σ’ ένα καπιταλιστικό µοντέλο, µε ταξικό και πατριαρχικό υπόβαθρο, και όπου οι κυβερνήσεις δίνουν προτεραιότητα στην οικονοµική ανάπτυξη, αντί στις κοινωνικο-οικολογικές ισορροπίες, όσοι έχουν πρόσβαση στα κοινά (commoners) παγιδεύονται στο «µαγκανοπήγαδο της παραγωγής» (treadmill of production) έχοντας το δίληµµα: εργασία έναντι της περιβαλλοντικής προστασίας [2]. Οι αιγιαλοί όµως φαίνεται να ξυπνούν τις συνειδήσεις µας και, παρόλη τη δύναµη των κυρίαρχων ιδεών της εποχής, οι πολίτες δεν αποδέχονται την οικειοποίηση της παραθαλάσσιας ουτοπίας από κανένα.

Και δεν µιλούµε µόνο για το πρόσφατο νοµοσχέδιο για τους αιγιαλούς. Το 2007, οι πολίτες και ο δήµος του αθηναϊκού προαστίου του Ελληνικού κινητοποιήθηκαν ενάντια στους νονούς της νύχτας, οι οποίοι οικειοποιήθηκαν αυθαίρετα δηµόσια παραλία για τις ιδιωτικές τους επιχειρήσεις, εµποδίζοντας την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτή [3]. Σε µια άλλη υπόθεση, τον Μάιο του 2012, ήταν η δηµοτική αρχή του Πειραιά, η οποία µίσθωσε δύο από τις δηµοτικές παραλίες σε ιδιωτικές εταιρείες στην τιµή των €134.000. Για άλλη µια φορά, ένα ισχυρό τοπικό κίνηµα δηµιουργήθηκε για να αντισταθεί [4].

Σε αντίθεση µε την τσιµεντοκρατεία που εισέβαλε στις ακτές άλλων (ευρωπαϊκών τουλάχιστον) τουριστικών προορισµών, η Ελλάδα έχει µέχρι τώρα προστατεύσει τις φυσικές της ακτές, επιτρέποντας έτσι, στους ανθρώπους που έχουν πληγεί τόσο άσχηµα από τα µέτρα λιτότητας, να βρίσκουν µια ουτοπία σε χώρους µε εξαιρετική φυσική οµορφιά. Όπως και στην περίπτωση των Σκουριών στη Χαλκιδική, οι άνθρωποι της Ελλάδας δεν νοιάζονται για την τιµή του χρυσού και διεκδικούν το δικαίωµά τους στα βουνά. Με τον ίδιο τρόπο, οι άνθρωποι της Ελλάδας δεν νοιάζονται για τις οικονοµικές δυνατότητες της χρυσής άµµου και πολεµούν για να κρατήσουν το δικαίωµα τους στις ακτές.

Η οικονοµική κρίση έχει γίνει δικαιολογία για την προώθηση µιας οικονοµικής ανάπτυξης µε την οποία βίαια οικειοποιούνται τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά µας δικαιώµατα, µε σκοπό την περαιτέρω εδραίωση µιας νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Η ιδιωτικοποίηση του δηµόσιου πλούτου έχει γίνει προτεραιότητα για πολλές κυβερνήσεις. Στην Ελλάδα, από τα µεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική µέχρι το νερό και την υγεία, οι ιδιωτικοποιήσεις προσπαθούν να αφαιρέσουν από τους πολίτες, όχι µόνο το δικαίωµα στη φύση, αλλά και από άλλα ζωτικής σηµασίας δικαιώµατα. Η προσοχή της κυβέρνησης και των ιδιωτικών συµφερόντων βρίσκονται απροκάλυπτα πλέον και στις οικονοµικές δυνατότητες της ακτογραµµής και της χρυσής αµµουδιάς.

Γινόµαστε µάρτυρες στις προσπάθειες του σφετερισµού ενός από τους τελευταίους «κοινούς χώρους» (commons) από διαφορετικά επίπεδα εξουσίας: από το κράτος, µερικές φορές από τις δηµοτικές αρχές, αλλά και το ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι δούλοι του κεφαλαίου προσπαθούν να µεταµορφώσουν και να καλύψουν µε τσιµέντο τις τελευταίες µας ουτοπίες. Αλλά οι ουτοπίες είναι αυτές που συγκροτούν τη ζωή των ανθρώπων, όπως το νερό και ο αέρας. Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο (Eduardo Galeano) µας έχει διδάξει (και αυτό είναι που πρέπει να θυµόµαστε, καθώς πολεµούµε για το δικαίωµα µας στις ακτές) ότι ο σκοπός της Ουτοπίας “es para caminar”, είναι για να περπατούµε [5]. Η µάχη για τις ακτές ως κοινό αγαθό θα συνεχίζεται, καθώς παρακολουθούµε µε οίκτο τους δούλους του κεφαλαίου, οι οποίοι στη µάχη τους για την προώθηση της νεοφιλελεύθερης ιδέας, έχουν εµπορευµατοποιήσει και τσιµεντοποιήσει τις δικές τους ουτοπίες.

ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Ερευνήτρια σε θέµατα κοινών αγαθών και θαλάσσιας πολιτικής στο Πανεπιστήµιο Άαλµποργκ στην Δανία

[1] http://www.theguardian.com/commentisfree/2011/feb/03/communism-capitalism-socialism-property

[2] http://roarmag.org/2014/06/labor-environmental-movements-coalition/

[3] http://unfollow.com.gr/web-only/8667-courteu/

[4] http://freevotsalakiafreatida.wordpress.com/

[5] https://www.youtube.com/watch?v=m-pgHlB8QdQ